- αμυκλάδες
- αι αρχ.γνωστά σ' ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο ανδρικά παπούτσια πολυτελείας, που κατασκευάζονταν στις Αμύκλες τής Λακωνικής. Οι αμυκλάδες ή αμυκλαΐδες ήταν διακοσμημένες με μεταλλικά ποικίλματα και διακρίνονταν από το έντονο κόκκινο χρώμα τους. Τίς φορούσαν συνήθως οι φιλόσοφοι. Στο Λεξικό Σούδα αναφέρεται ότι ο Εμπεδοκλής έφερε «Ἀμυκλᾱδας χαλκᾱς».
Dictionary of Greek. 2013.